-
1 λίγα
A in loud, clear tone,ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284
, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939;ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837
. -
2 κωκύω
Aἐκώκῡσα S.Ant.28
; [dialect] Ep.κώκυσα Il.18.37
:—[voice] Med., AP7.412 (Alc. Mess.):—shriek, wail, in [dialect] Ep. and Trag. always of women, Il.18.37, Od.2.361, etc.;κλαῖον καὶ ἐκώκῠον 19.541
: freq. with Adv.,λίγ' ὲκώκῠε Il.19.284
, cf. Od.4.259, etc.; ὀξὺ δὲ κωκύσασα (opp. βαρὺ στενάχων, of the man) Il.18.71;κώκῡσεν δὲ μάλα μέγα 22.407
: also in late Prose, Plu.2.357c, etc.; even of men, Luc.DMort.21.1, Longus 2.21; and so Ar., as an execration,μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Ra.34
; .2 c. acc., lament or shriek over one dead, also prop. of women,κώκυσ' ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Od.24.295
;ἐμὴν μοῖραν κ. A.Ag. 1313
, cf. S.Ant.28, al.: Com., of men,κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά Ar.Lys. 1222
: also in late Prose, as Porph.Abst.4.9, etc. (Cf. Skt. káuti 'cry' (intens. kokūyatē), Lith. kaũkli 'shriek', etc.) [[pron. full] ῠ in Hom. before a vowel, [pron. full] ῡ before a conson. (v. supr.): later [pron. full] ῡ sts. before a vowel,κωκῡοι Ar.Ec.
l.c., κωκῡουσα Bion 1.23, Q.S.3.779, κωκῡεσκε ib. 460.]
См. также в других словарях:
κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek